φαιδρόκυκλος

φαιδρόκυκλος
-ον, Μ
αυτός που έχει λαμπρό κύκλο(«ἡ πληροσέληνος φαιδρόκυκλος σελήνη», Τζέτζ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φαιδρός + κύκλος (πρβλ. πολύ-κυκλος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”